καταξεσκίζω — (Μ καταξεσκίζω) βλ. καταξεσχίζω … Dictionary of Greek
καταξεσχίζω — και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω) ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω νεοελλ. 1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε… … Dictionary of Greek
καταβρυχώμαι — καταβρυχῶμαι, άομαι (AM) μσν. κατατρώγω, καταξεσκίζω αρχ. μουγκρίζω δυνατά … Dictionary of Greek
καταγνάφω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάφω «χτυπώ, βασανίζω»] … Dictionary of Greek
καταξεσκώ — καταξεσκῶ και καταξερκῶ, άω (Μ) καταξεσκίζω … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
καταρρακώνω — (AM καταρρακῶ, όω) μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω νεοελλ. κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)] … Dictionary of Greek
κατασκαριφώ — κατασκαριφῶ, άω (Μ) κάνω αμυχές σε κάτι, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαριφῶ, ενεργ. τ. τού σκαριφῶμαι «ξύνω, σχεδιάζω», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
κατασχίζω — και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω) σχίζω κάτι εντελώς, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω μσν. μέσ. κατασχίζομαι κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά τής βίας, κατακόβω, σπάζω 2. (και… … Dictionary of Greek
καταρρακώνω — καταρράκωσα, καταρρακώθηκα, καταρρακωμένος, μεταβάλλω κάτι σε ράκος, καταξεσκίζω, εξευτελίζω: Καταρρακώθηκε από τις πολλές κατηγορίες που του είπαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)