καταξεσκίζω

καταξεσκίζω
καταξέσκισα, καταξεσκίστηκα, καταξεσκισμένος
1. σκίζω κάτι σε μικρά κομμάτια: Την καταξέσκισε την κόλλα του.
2. ξεγδέρνω, ξεσκίζω με τα νύχια: Τον καταξέσκισε με τα νύχια της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταξεσκίζω — (Μ καταξεσκίζω) βλ. καταξεσχίζω …   Dictionary of Greek

  • καταξεσχίζω — και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω) ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω νεοελλ. 1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε… …   Dictionary of Greek

  • καταβρυχώμαι — καταβρυχῶμαι, άομαι (AM) μσν. κατατρώγω, καταξεσκίζω αρχ. μουγκρίζω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • καταγνάφω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάφω «χτυπώ, βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταξεσκώ — καταξεσκῶ και καταξερκῶ, άω (Μ) καταξεσκίζω …   Dictionary of Greek

  • καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… …   Dictionary of Greek

  • καταρρακώνω — (AM καταρρακῶ, όω) μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω νεοελλ. κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)] …   Dictionary of Greek

  • κατασκαριφώ — κατασκαριφῶ, άω (Μ) κάνω αμυχές σε κάτι, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαριφῶ, ενεργ. τ. τού σκαριφῶμαι «ξύνω, σχεδιάζω», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • κατασχίζω — και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω) σχίζω κάτι εντελώς, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω μσν. μέσ. κατασχίζομαι κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά τής βίας, κατακόβω, σπάζω 2. (και… …   Dictionary of Greek

  • καταρρακώνω — καταρράκωσα, καταρρακώθηκα, καταρρακωμένος, μεταβάλλω κάτι σε ράκος, καταξεσκίζω, εξευτελίζω: Καταρρακώθηκε από τις πολλές κατηγορίες που του είπαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”